κόρθυς

κόρθυς
κόρθυς, -υος, ἡ (Α)
σωρός, δεμάτι, κυρίως θερισμένου σταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη βαθμίδα *kordhu- τής ΙΕ ρίζας *kerdho- «αγέλη, σειρά» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. sardhas «κοπάδι», το γοτθ. hairda «κοπάδι», το γαλατ. cordd «κοπάδι, οικογένεια». Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
ΠΑΡ. αρχ. κορθύνω, κορθύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόρθυς — heap fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρθυας — κόρθυς heap fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρθυος — κόρθυς heap fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορθύνω — και κορθύω (Α) [κόρθυς] 1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά 2. αυξάνω («Ζεὺς δ , ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • κορθύω — (Α) [κόρθυς] κορθύνω*, υψώνω, κορυφώνω, αυξάνω …   Dictionary of Greek

  • k̂erdho-, k̂erdhā —     k̂erdho , k̂erdhā     English meaning: troop, line     Deutsche Übersetzung: “Reihe, Herde”     Material: O.Ind. sárdha m., sardhas n. “herd, troop, multitude, crowd”, Av. sarǝδa , O.Pers. ϑard “kind of, Gattung”; Gk. κόρθυς “heap”, κορθύομαι …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”