- κόρθυς
- κόρθυς, -υος, ἡ (Α)σωρός, δεμάτι, κυρίως θερισμένου σταριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη βαθμίδα *kordhu- τής ΙΕ ρίζας *kerdho- «αγέλη, σειρά» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. sardhas «κοπάδι», το γοτθ. hairda «κοπάδι», το γαλατ. cordd «κοπάδι, οικογένεια». Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.ΠΑΡ. αρχ. κορθύνω, κορθύω].
Dictionary of Greek. 2013.